ομοφλεγής

ομοφλεγής
ὁμοφλεγής, -ές (Α)
αυτός που καίει, που φλέγει εκ παραλλήλου ή αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -φλεγης (< φλέγος < φλέγω), πρβλ. κοσμο-φλεγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοφλεγέος — ὁμοφλεγής burning together masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόφλεκτος — ὁμόφλεκτος, ον (Α) ομοφλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ημί φλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”